- αυξητικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με την αύξηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αὐξητικός — growing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυξητικός — ή, ό (AM αὐξητικός, ή, όν) αυτός που συντελεί ή προκαλεί αύξηση, ανάπτυξη, επέκταση αρχ. μσν. αυτός που έχει την τάση να αυξάνει, να μεγαλώνει αρχ. 1. (ρητορ.) αυτός που επαυξάνει, που πλουτίζει τον λόγο 2. παραγωγικός … Dictionary of Greek
αὐξητικά — αὐξητικός growing neut nom/voc/acc pl αὐξητικά̱ , αὐξητικός growing fem nom/voc/acc dual αὐξητικά̱ , αὐξητικός growing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικώτερον — αὐξητικός growing adverbial comp αὐξητικός growing masc acc comp sg αὐξητικός growing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικῶν — αὐξητικός growing fem gen pl αὐξητικός growing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικόν — αὐξητικός growing masc acc sg αὐξητικός growing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικώτατον — αὐξητικός growing masc acc superl sg αὐξητικός growing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικαῖς — αὐξητικός growing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικαί — αὐξητικός growing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξητικοῖς — αὐξητικός growing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)